- στατηριαῖος
- στᾰτηρ-ιαῖος, α, ον,A worth a στατήρ, Theopomp.Com.21, PTeb. 406.15 (iii A.D.); weighing a στατήρ, IG22.1184.14 (iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] … Dictionary of Greek
στατηριαίας — στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem acc pl στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)